παγχαλέπως

παγχαλέπως
παγχάλεπος
very difficult
adverbial
παγχάλεπος
very difficult
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παγχάλεπος — παγχάλεπος, ον (Α) (για πρόσ. και πράγματα) ο υπερβολικά δύσκολος. επίρρ... παγχαλέπως (Α) 1. υπερβολικά δύσκολα 2. φρ. «παγχαλέπως ἔχω» είμαι πολύ οργισμένος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαλεπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”